περιακτος

περιακτος
    περίακτος
    περί-ακτος
    2
    [adj. verb. к περιάγω См. περιαγω] поворачиваемый кругом, вращающийся
    

(ἄντλημα Plut.)

    μηχανέ ἀπὸ σκηνῆς π. Plut. — вращающаяся сцена


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περιακτος" в других словарях:

  • περίακτος — turning on a centre masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίακτος — η, ο / περίακτος, ον, ΝΜΑ [περιάγω] αυτός που μπορεί να περιστραφεί γύρω από ένα κέντρο ή από έναν άξονα αρχ. 1. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περίακτοι είδος μηχανήματος το οποίο χρησίμευε για αλλαγή τών σκηνικών στο αρχαίο θέατρο 2. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • περίακτον — περίακτος turning on a centre masc/fem acc sg περίακτος turning on a centre neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάκτοις — περίακτος turning on a centre masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάκτου — περίακτος turning on a centre masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάκτους — περίακτος turning on a centre masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιάκτων — περίακτος turning on a centre masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίακτα — περίακτος turning on a centre neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίακτοι — περίακτος turning on a centre masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»